επεντύνω — ἐπεντύνω και ἐπεντύω (Α) 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω («σὺ μἐν νῶιν ἐπέντυε μώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.) 2. μέσ. ασκούμαι σε κάτι («ἐπεντύνονται ἄεθλα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εντύνω «ετοιμάζω, εξοπλίζω»] … Dictionary of Greek
ἐπέντυε — ἐπεντύνω pres imperat act 2nd sg (epic) ἐπεντύνω imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέντυεν — ἐπεντύνω imperf ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεντύνοντ' — ἐπεντύ̱νοντα , ἐπεντύνω pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπεντύ̱νοντα , ἐπεντύνω pres part act masc acc sg ἐπεντύ̱νοντι , ἐπεντύνω pres part act masc/neut dat sg ἐπεντύ̱νοντι , ἐπεντύνω pres ind act 3rd pl (doric) ἐπεντύ̱νοντε , ἐπεντύνω pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεντύνει — ἐπεντύ̱νει , ἐπεντύνω aor subj act 3rd sg (epic) ἐπεντύ̱νει , ἐπεντύνω pres ind mp 2nd sg ἐπεντύ̱νει , ἐπεντύνω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεντύνεσθε — ἐπεντύ̱νεσθε , ἐπεντύνω pres imperat mp 2nd pl ἐπεντύ̱νεσθε , ἐπεντύνω pres ind mp 2nd pl ἐπεντύ̱νεσθε , ἐπεντύνω imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεντύνουσιν — ἐπεντύ̱νουσιν , ἐπεντύνω aor subj act 3rd pl (epic) ἐπεντύ̱νουσιν , ἐπεντύνω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπεντύ̱νουσιν , ἐπεντύνω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέντυνε — ἐπέντῡνε , ἐπεντύνω pres imperat act 2nd sg ἐπέντῡνε , ἐπεντύνω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐπέντῡνε , ἐπεντύνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεντύνασθε — ἐπεντύ̱νασθε , ἐπεντύνω aor imperat mid 2nd pl ἐπεντύ̱νασθε , ἐπεντύνω aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπεντύνωνται — ἐπεντύ̱νωνται , ἐπεντύνω aor subj mid 3rd pl ἐπεντύ̱νωνται , ἐπεντύνω pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)